«ΕκκλησIα ΕθναρχοYσα και ΕθνικΗ

ΜΕσα από τη ΣΥναξη των ΠρεσβυτΕρων και τον ΙερΟ ΣΥνδεσμο της ΕκκλησΙας της ΕλλΑδος (1870-1922)»

Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου

Ανδρέα Νανάκη

Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης

ΕκδΟσεις ΒΑνιας - 2002

 

 

            Η μελέτη της Σύναξης των Πρεσβυτέρων και του Ιερού Συνδέσμου των κληρικών της Αθήνας οδηγεί στην προσέγγιση των σχέσεων της Εκκλησία της Ελλάδος με την Πολιτεία και την αιτιολόγηση της πολιτειοκρατίας. Αποτέλεσμα και συνέπεια της διάστασης στο πρώτο ελλαδικό κρατίδιο μεταξύ της λαϊκής συνείδησης αφενός, που ήταν αφοσιωμένη στην Εκκλησία και βίωνε τα σύμβολα της εθναρχούσας Εκκλησίας, με σημείο αναφοράς την Αγία Σοφία, και αφετέρου της κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας, προσδεδεμένης στον κλασικισμό με σύμβολό της τον Παρθενώνα. Την πρώτη έκφραση της διαφοροποίησης συναντάμε στο σύνταγμα της Επιδαύρου. Οι συντάκτες του προωθημένου αυτού πολιτικού κειμένου, ιδεολογικοί εκφραστές του Διαφωτισμού και της εθνικής ιδέας, αναζήτησαν το κοινό δεδομένο της συνείδησης των κατοίκων του έθνους –κράτους που ονομαζόταν Ελλάδα. Και κατέληξα, «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν ΄Ελληνες». Είναι σαφές ότι κοινός παρανομαστής στην ονοματοδοσία του νέου κράτους και ενοποιητικός παράγοντας του αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων, δεν είναι άλλος από την εις Χριστόν πίστη. Η εκκλησιαστική δηλαδή συνείδηση του λαού και των επαναστατημένων αγωνιστών, οι δυνάμεις που βιώνουν την παράδοση της εθναρχούσας Εκκλησίας και ζουν την λειτουργική ζωή και τον πολιτισμό της ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι ο κυρίαρχος συνδετικός κρίκος των κατοίκων του πρώτου κρατιδίου. Η πραγματικότητα της παραπάνω αντίθεσης καθιστούσε επίφοβη την Εκκλησία, όπως έδειξε και το κίνημα του Παπουλάκου, για αυτό και κρατείται δέσμια από την Πολιτεία, με Σύνοδο διορισμένη και Μητροπολίτη Αθηνών οριζόμενο υπό της Πολιτείας.

            Είκοσι χρόνια μετά την ανακύρηξη της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχουμε το 1870 την πρώτη καταστατική ένωση των κληρικών της Αθήνας, εν μέσω μειζόνων γεγονότων. Βουλγαρική Εξαρχία και καταδίκη του εθνοφυλετισμού, αποκαλυπτήρια ανδριάντα του ιερομάρτυρα Γρηγορίου Ε’, που θυσιάστηκε για την εθνοπολιτική παρακαταθήκη του ορθόδοξου Γένους και του ελληνισμού, προέλαση δια των συλλόγων της εθνικής ιδεολογίας στην Ανατολή και ιδιαιτέρως στην ελληνίδα πόλη της Σμύρνης. Τα γενόμενα σηματοδοτούν αποσαφηνισμένες επιλογές της Αθήνας για πνευματική προέλαση στην Ανατολή, για σύνδεση του εθναρχικού κέντρου της Κωνσταντινούπολης με το εθνικό της Αθήνας, παρότρυνση για προσέγγιση από την εθναρχία της εθνικής  - κρατικής ιδεολογίας και απομάκρυνσή της από την ορθόδοξη οικουμενικότητα της Ρωμιοσύνης, που βίωνε τον ελληνισμό ως πνευματικό και πολιτιστικό γεγονός.

            Η μελέτη της πρώτης αυτής καταστατικής ένωσης δείχνει ότι η όλη κίνηση ήταν συνδεδεμένη με τους στόχους που οριοθετούσε το εθνικό μας κέντρο, η Αθήνα. Ο κυρίαρχος σκοπός της κίνησης προσδιοριζόταν από τον αλυτρωτισμό, την εμφύσηση και ανάπτυξη της εθνικής ιδέας και της εθνικής αυτοσυνειδησίας στις περιοχές της Μ. Ασίας, της Θράκης και της Μακεδονίας, τη μετάβαση από την εθναρχική συνείδηση του Γένους, της Ρωμιοσύνης και του ελληνισμού, στην εθνική συνείδηση του Έλληνα. Επιδίωξη επίσης του πρώτου καταστατικού ήταν η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στον κλήρο και η ανάπτυξη των κατηχητικών σχολείων. Στην όλη προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε πρωτοστάτησαν επίλεκτα μέλη του εθνικού μας κέντρου, μεταξύ δε αυτών και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Ο αποκλεισμός των αγάμων κληρικών και η ευαισθησία του Αθηνών Θεόφιλου, για την υπέρβαση των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών του από την κίνηση, επέφερε το τέλος της.

            Η στάση του Θεοφίλου είναι απότοκη της εθναρχικής παράδοσης και συνείδησής του, ίδιας με τον πρώτο Μητροπολίτη Αθηνών Νεόφυτο και των πλείστων από τους διαδόχους του. Ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Νεόφυτος Δούκας και άλλοι κληρικοί που συνδέθηκαν με τη Βιέννη, το Παρίσι, τον Κοραή, είχαν το ιδεολογικό υπόβαθρο για να προσανατολίσουν προς την εθνική αυτοσυνειδησία στην Εκκλησία της Ελλάδος. Όμως δε διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην οργανωτική δομή και διοίκησή της, η οποία συνεχίζει και εκφράζει τη λαϊκή συνείδηση της Ρωμιοσύνης και του Γένους, μέσα από τα σύμβολα και τα ιερά του οικουμενικού Πατριαρχείου που συγκροτεί την εθναρχούσα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Είναι χαρακτηριστικό το αδιέξοδο του Θεοκλήτου Φαρμακίδη, πρώτου θεωρητικού και οργανωτή της εθνικοκρατικής Εκκλησίας που την κατευθύνει στην αρχή και παραμένει μέχρι τέλους στις τάξεις των Ιερομονάχων.

            Ο Γερμανός Καλλιγάς γενόμενος, παρά τις αντιδράσεις, Αθηνών από τον Τρικούπη, λίγο μετά την εκλογή του, το 1890 προχώρησε στη δεύτερη καταστατική ένωση των κληρικών της Αθήνας, με σκοπό να ανακουφίσει τον κλήρο από την οικονομική δυσπραγία και να τον βοηθήσει στην ανάπτυξη του χαμηλού μορφωτικού  του επιπέδου. Δημιούργησε τον «Κανονισμό του εκκλησιαστικού συλλόγου «Ιερός Σύνδεσμος». Πρόεδρος στο διοικητικό συμβούλιο του Συνδέσμου είναι ο εκάστοτε Αθηνών, το δε οκταμελές συμβούλιο εκλέγεται από τους κληρικούς –μέλη του Συνδέσμου. Μέσα από ένα ταμείο εισφορών, κυρίως από τους ίδιους τους κληρικούς, ο Γερμανός προσπάθησε για την οικονομική και μορφωτική αναβάθμιση του κλήρου. Η Μητρόπολη Αθηνών, όπου ο Σύνδεσμος είχε γραφεία και αίθουσα ομιλιών, κατέστη το κέντρο των κληρικών. Η έκδοση της εφημερίδας «Ιερός Σύνδεσμος» είναι ένα επίσης πολύ σημαντικό επίτευγμα. Για πρώτη φορά η Εκκλησία της Ελλάδος απόκτησε δικό της δημοσιογραφικό όργανο που εκδόθηκε για πρώτη φορά την 17η Νοεμβρίου 1894. Η αιφνίδια και απροσδόκητη εκδημία του Γερμανού και η επακολουθήσασα παραίτηση με τα «Ευαγγελικά» το 1901 του Προκοπίου Β’, έφεραν το 1902 Μητροπολίτη Αθηνών το Θεόκλητο. Το επόμενο έτος υπέβαλε, χωρίς αποτέλεσμα, στην κυβέρνηση Δεληγιάννη δύο νομοσχέδια για τη βελτίωση της οικονομικής και πνευματικής κατάστασης του κλήρου. Το 1906 προχώρησε στο «Καταστατικό του εν Αθήναις εκκλησιαστικού συλλόγου «Ο Ιερός Σύνδεσμός». Πρόκειται για αναθεώρηση στο καταστατικό του Γερμανού, με τους ίδιους κατ’ ουσίαν σκοπούς και κάπως αυξημένες τις αρμοδιότητες του Αθηνών, που παρέμεινε πρόεδρος του Συνδέσμου.

            Η αρχιερατεία του Θεόκλητου συμπίπτει με τα μείζονα πολεμικά γεγονότα που μπορούμε να πούμε πως οδήγησαν στην εθνική ολοκλήρωση, μέσα από την εθνογονία των βαλκανικών πολέμων, τη μικρασιατική εκστρατεία και το διχασμό. Η κανονικότητα όμως της Εκκλησίας της Ελλάδος και η επίλυση των προβλημάτων του κλήρου εξακολουθούν να παραμένουν. Η Εκκλησία μέσα από την εθνοκρατική της υπόσταση, εμπλέκεται στο διχασμό και στο ανάθεμα του Βενιζέλου, με κύριους εκπροσώπους, το Θεόκλητο Μηνόπουλο στη βασιλική παράταξη και το διάδοχό του Μελέτιο Μεταξάκη στη βενιζελική. Εθναρχική και εθνική συνείδηση εξακολουθούν συγκεχυμένα να συμπορεύονται και να συνυπάρχουν, όχι μόνο στη νέα ελληνική επικράτεια, αλλά και στην ευρύτερη επικράτεια του ελληνισμού. Η προσδοκώμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και η ενσωμάτωσή της, από τους πλέον αισιόδοξους, στην ελληνική επικράτεια δημιουργεί συζητήσεις για την άρση του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

            Το μεγάλο βήμα της κανονικότητας στην Εκκλησία της Ελλάδος, με το συνακόλουθο πέρασμα από την πολιτειοκρατία στη συναλληλία με την Πολιτεία, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί υπό το αδιέξοδο του μικρασιατικού μετώπου και της καταστροφής. Ο μόνος του Ιουλίου του 1922 για την απαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων δημιουργεί μια πρωτόγνωρη εκκλησιαστική δυναμική, που ανατρέπει την υπάρχουσα σχέση ιεραρχίας και κλήρου. Ο τελευταίος καλείται να διαδραματίσει ρόλο καθοριστικό στην Εκκλησία της Ελλάδος για την συναλληλία της με την Πολιτεία. Το Μάιο του 1922 έχουμε αναθεώρηση στο καταστατικό του Ιερού Συνδέσμου και τον Ιούνιο τη συγκρότηση της Παγκληρικής, που περιλαμβάνει τους τοπικούς συνδέσμους των κληρικών. Ο Αθηνών είναι ο επίτιμος πρόεδρος της Παγκληρικής, που διοικείται από διοικητικό συμβούλιο κληρικών, εκλεγόμενο από εκπροσώπους του συνόλου των συνδέσμων της Παγκληρικής. Στον Ιερό Σύνδεσμο ο Αθηνών έχει την εποπτεία, ως πρόεδρός του και η δυνατότητα της σύγκλησης του διοικητικού συμβουλίου ή της γενικής συνέλευσης. Ουσιαστικές όμως είναι και οι αρμοδιότητες του αντιπροέδρου, με πρώτο τον αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Παπανδρέου, που είναι και πρόεδρος της Παγκληρικής. Οι εξελίξεις έχουν την συναίνεση της πλειονότητας του σώματος της ιεραρχίας, στην προσπάθειά της να προστατεύσει τη μοναστηριακή περιουσία της Εκκλησίας και να προωθήσει τα για έναν αιώνα χρονίζοντα εκκλησιαστικά ζητήματα.

            Η Εκκλησία είχε δοκιμαστεί αρκούντως από το διχασμό και μετά την επανάσταση του Πλαστήρα το 1922 αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες για την ειρήνευσή της. Συγκροτήθηκε αριστίνδην Σύνοδος με πρόεδρο τον Θεσσαλιώτιδος Ευθύμιο που προχώρησε, με τη σύμφωνη γνώμη εκπροσώπων της Παγκληρικής, στην πλήρωση των χηρευουσών μητροπόλεων. Μια νέα γενιά ιεραρχών που επρόκειτο να διαδραματίσει μείζονα ρόλο στο ελληνικό κράτος και όχι μόνο, ο Δαμασκηνός Παπανδρέου, ο Αθηναγόρας Σπύρου, ο Δωρόθεος Κοτταράς, ο Παντελεήμων Φωστίνης, εξελέγησαν αρχιερείς. Στη συνέχεια αποκαταστάθηκαν οι διωχθέντες από τη διαμάχη βενιζελικών –βασιλοφρόνων αρχιερείς. Ο Θεόκλητος αποκαταστάθηκε στην αρχιεροσύνη, όχι όμως και στη θέση του Αθηνών. Μητροπολίτης Αθηνών επιλέχθηκε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, μετριοπαθής και προσκείμενος στην τότε επικρατούσα φιλοβενιζελική πολιτική παράταξη, ο οποίος δεν είχε λάβει δράση ενεργή στις εκκλησιαστικές περιπέτειες της περιόδου 1916-1922. Το Δεκέμβριο του 1923 έχουμε την τομή στην πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με το νέο καταστατικό χάρτη καταλύονταν τα δεσμά της πολιτειοκρατίας και καθίσταται επιτέλους το σώμα της ιεραρχίας ανώτατη κυρίαρχη εκκλησιαστική αρχή, έχουσα το κανονικό δικαίωμα της αυτοδίκαιης τακτικής συνεδρίασης.

            Την ίδια δεκαετία η παράδοση και η δυναμική της εθναρχούσας Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως οδήγησε στη διαμόρφωση δύο εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών στην ελληνική επικράτεια. Του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Άγιον Όρος, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτης και τις Νέες Χώρες και της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, με το άλλο τμήμα του ελληνικού κράτους. Η ίδια δυναμική της εθναρχικής παράδοσης συνεχίζει τη διατήρηση της πολιτιστικής παρακαταθήκης και παρουσίας του ελληνισμού, ως κατεξοχήν συνεχιστή και εκφραστή της Ρωμιοσύνης, στα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και στην Αρχιεπισκοπή του Σινά.

            Κατά περίεργη ιστορική συγκυρία, ενώ η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος αποκτούσε κανονική υπόσταση και σχέση συναλληλίας με την Πολιτεία, χωρίς να λείψουν και στον 20ο αιώνα οι παρεμβάσεις της Πολιτείας, που επέφεραν κανονικές εκτροπές με αριστίνδην Συνόδους, στην εθναρχούσα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, το διοικητικό σύστημα των Γενικών Κανονισμών καταλυόταν από το εθνικό τουρκικό κράτος και άρχιζε η εντός των τειχών της Κωνσταντινούπολης, περισυλλογή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά την ίδια περίεργη ιστορική συγκυρία, λίγο μετά την τραγωδία της Κύπρου με την αποκατάσταση της δημοκρατίας ερχόταν και η πλήρης ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος από την πολιτική εξουσία. Το δε Οικουμενικό Πατριαρχείο, η εθναρχούσα Εκκλησία, διαχρονικός θεσμός στην πολιτιστική συνέχεια του Γένους των ορθοδόξων και του ελληνισμού, καλείται να διαδραματίσει αποστολή πολύ υπέρτερη από αυτή των εθνοκρατικών Εκκλησιών, σήμερα στον αιώνα μας με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπου γίνονται διακηρύξεις για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και το σεβασμό των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων.

γ Copyright Ιερά Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου
Αρκαλοχώρι 70300, τηλ.2891024611,
fax.2891024612, email: imarkal1@otenet.gr