ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΑΡΧΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΑΛΚΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέα

 

Το πέρασμα από την εθναρχία και την εθναρχούσα εκκλησία στην εθνική συνείδηση και στην εθνική ιδεολογία ξεκινάει από την Κρήτη και συνεχίζεται με το Μακεδονικό Αγώνα. Τότε οι γόνοι της Χάλκης, νεαροί κληρικοί, αρχιερείς περί το τεσσαρακοστόν της ηλικίας τους, επάνδρωσαν τις μητροπόλεις της Κρήτης και της Μακεδονίας. Η βουλγαρική εξαρχία, η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) με τη μεγάλη Βουλγαρία και ο εξαναγκασμός από την εξαρχία των χριστιανών, που ήταν αφοσιωμένοι στο Πατριαρχείο, να υποταχθούν σ̉ αυτή, οδήγησε κατά την περίοδο 1900-1903, κυρίως τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ αλλά και τον προκάτοχό του Κωνσταντίνο Ε’ να εγκαταστήσουν στη Μακεδονία τους Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη, Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη, Μοναστηρίου Ιωακείμ Φορόπουλο, Στρωμνίτσης Γρηγόριο Ωρολογά.

Είναι η εποχή όπου ο πατριαρχικός ταυτίζεται με τον Ὲλληνα και τον Ελληνισμό και ο εξαρχικός με τον Βούλγαρο. Η ρωμιοσύνη από όρος που συμπεριλάμβανε όλους τους ορθοδόξους, οδεύει προς την ταυτοποίηση με τον Ελληνισμό. Είναι σαφές ότι με τους νέους αρχιερείς του Πατριαρχείου στη Μακεδονία, έχομε το πέρασμα από την εθναρχία στην εθνική ιδεολογία. Ο θρησκευτικός αγώνας ταυτίζεται με τον εθνικό. Και το σημαντικότερο: το Πατριαρχείο με τους νέους αρχιερείς του ξεκινάει τον μεγάλο Μακεδονικό Αγώνα πριν από την Αθήνα και τον Παύλο Μελά, ο οποίος φθάνει στην Μακεδονία το 1904.

Στην εθναρχία και στην εθναρχική συνείδηση κυρίαρχο στοιχείο είναι η θρησκευτική πίστη. Η Εκκλησία στην εθναρχία έχει θρησκευτικές αλλά και πολιτικές αρμοδιότητες, γι̉ αυτό και διευθετεί ζητήματα γάμου, διαζυγίων, υιοθεσιών, κληρονομικών υποθέσεων, εκπαιδευτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Στην εθνική συνείδηση που με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό οδήγησε στα εθνικά κράτη, η Εκκλησία ασκεί κυρίως θρησκευτικές αρμοδιότητες, και η πολιτεία αναλαμβάνει να ρυθμίζει τις άλλες πτυχές της ζωής των πολιτών.

Τα γενόμενα στο ελλαδικό κρατίδιο πριν και μετά το 1850 για την Εκκλησία της Ελλάδος, με τη στάση των ιδεολογικά και πολιτικά κυρίαρχων δυνάμεων, είναι πρωτόλεια εθνικής συνείδησης διότι υπάρχει η λαϊκή βούληση, όπου οι δεσμοί με το εθναρχικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης είναι ισχυρότατοι, δηλαδή κραταιοί. Το του Ηροδότου «τό Ἑλληνικόν, ὅμαιμόν τε καί ὁμόγλωσσον, καί θεῶν ἱδρύματά τε κοινά θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα» βρίσκει έκφραση στη λαϊκή συνείδηση, όμως σε σχέση και αναφορά με τα σύμβολα της εθναρχούσας Εκκλησίας. Η συνείδηση και τα βιώματα του λαού, που συγκρότησε με το αίμα, τα θύματά του και τα ράκη του τον πληθυσμό εκείνου του κρατιδίου, λαμβάνει υπόσταση από την Κωνσταντινουπολίτικη παράδοση. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν αναζητούνταν πρωτεύουσα, έγινε και η πρόταση να μεταφέρεται αυτή συνεχώς προς βορρά, μέχρι να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, που θα ήταν και η οριστική πρωτεύουσα του κράτους. Η ιδεολογική λαϊκή αυτοσυνειδησία του ελληνικού κράτους εδράζεται στους μύθους, τους θρύλους και τις παραδόσεις του για την κόκκινη μηλιά, την πίστη του στις επτά συνόδους, στο μαρμαρωμένο βασιλιά, στο ναό της Βλαχέρνας, η οποία στο χρονικό του Παπασυναδινού αναφέρεται ως η «βρύσις τῶν θαυμάτων». Συνεπώς η λαϊκή ιδεολογία εκείνου του κρατιδίου εκφράζεται με σύμβολα και αναφορές της προεθνικής πραγματικότητας στο βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο. Με κέντρο την Κωνσταντινούπολη και με πνευματική και πολιτική αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δοθέντος ότι ο Πατριάρχης είναι ο εθνάρχης και η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είναι εθναρχούσα, συγκροτείται το ορθόδοξο Γένος, η Ρωμιοσύνη. Η γνώση της ελληνικής ήταν η «εκ των ουκ άνευ» προϋπόθεση της ανέλιξης του ορθοδόξου σ̉ εκείνη την προεθνική κοινωνία, όπως σήμερα η αγγλική στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Αργότερα η γλώσσα θα γίνει όργανο των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων. Στο σύνολο αυτό η ελληνική γλώσσα και παιδεία κυριαρχούσαν μέσα από τις σχολές και τα μοναστικά κέντρα του βαλκανικού και του μικρασιατικού χώρου αλλά και μέσα από τις ιεραρχίες του Οικουμενικού και των πρεσβυγενών πατριαρχείων. Τον ορθόδοξο αυτό κόσμο της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας ο Σεβαστός Κυμινίτης ονόμασε «κοινόν σύστημα τῶν ὀρθοδόξων». Στο γεωγραφικό αυτό χώρο «ὁ κυρίαρχος ρόλος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί στή θεολογική καί ἐκκλησιαστική φιλολογία παραμέρισε ἀναπόφευκτα τή χρήση τῶν ζωντανῶν γλωσσῶν τῶν ἀλλόγλωσσων πληθυσμῶν, περιορίζοντάς τες στόν προφορικό λόγο καί στά λαϊκά λογοτεχνικά ἔργα. Αὐτό, πάντως, δέν σημαίνει ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο ἐξοβέλιζε τίς ἄλλες ἱστορικές’’ γλώσσες πού χρησιμοποιοῦσαν οι Σλαύοι καί οἱ Ρουμάνοι κληρικοί στίς θρησκευτικές τους ἐκδηλώσεις· ἁπλῶς δέν ἐνθάρρυνε τή χρήση τῆς ἁπλῆς καθομιλουμένης στή λειτουργία καί στά θρησκευτικά καί τά δογματικά ἔργα». Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με αυτό κυρίως το κριτήριο προτρέπει τους ορθοδόξους του Γένους μας να φτιάχουν «σχολεῖον ἑλληνικόν», «νά μανθάνουν τά ἑλληνικά», «διατί ἡ Ἐκκλησία μας, ἀδελφέ, εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν», «καί ἀν δέν σπουδάξῃς εἰς τό ἑλληνικόν, ἀδελφέ μου, δέν ἠμπορεῖς νά καταλάβῃς ἐκεῖνα ὁποῦ ὁμολογᾷ ἡ Ἐκκλησία μας». Ενώ γράφει αυτά για την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά σχολεία ταυτίζει τον Ὲλληνα με τον ειδωλολάτρη. Ο ελληνισμός δέσποζε στον κόσμο εκείνο της Ρωμιοσύνης, όχι ως εθνική ιδεολογία, αλλά ως πολιτιστικό γεγονός, ως πολιτισμός, ως εθνοπολιτιστική πραγματικότητα. Η εθναρχούσα Εκκλησία, με πίστη στην οικουμενική της παράδοση, διαφύλαξε εν μέσω πολλών περιπετειών αυτή την πνευματική και πολιτιστική παρακαταθήκη και συνέχεια μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Σεβάστηκε τις γλωσσικές ή άλλες ιδιαιτερότητες των ορθόδοξων λαών και επικρίθηκε από τον εθνικό ιστορικό μας Παπαρρηγόπουλο γιατί δεν τους εξελλήνισε.

Η εθναρχία, έκφραση της Ρωμιοσύνης, με κυρίαρχο τον ελληνισμό ως πολιτιστικό γεγονός και ιδεώδες, μέσα σε μία προεθνική κοινωνία, δεν μπορεί παρά να είναι ο στόχος του εθνικού κέντρου ή του εθνικού κράτους. Ὰλλωστε ο χαρακτήρας αυτής της κοινωνίας, ήταν, όπως είπαμε, προεθνικός. Το Γένος των ορθοδόξων, η ενότητα της Ρωμιοσύνης, η εθναρχία του και η εθναρχούσα Εκκλησία του μιλέτ, μέσα από τη δυναμική της εθνικής ιδεολογίας οδηγείται σε κατακερματισμό και αναδόμηση. Η κρίση από το σχίσμα του 1870 και τα αυτοκέφαλα χωρίς πολλή σκέψη οδηγούν στη θεωρητική συναλληλία της εθναρχίας με το πολιτιστικά ομώνυμο εθνικό κράτος, την Ελλάδα – μία συναλληλία που στην πράξη θα συναντήσει πολλές περιπέτειες. Ὴταν δύσκολο, έως αδύνατο, για το εθναρχικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης να παραδοθεί στο εθνικό κέντρο. Το ζήτημα δε σταματάει στην παραίτηση του Ιωακείμ το 1884, που αντιστέκεται στην υποταγή του εθναρχικού κέντρου στο εθνικό και στη μετατροπή του σε υπηρεσία του υπουργείου των εξωτερικών της τρικουπικής τότε Αθήνας. Ο επίσκοπος καλείται από την κυβέρνηση Τρικούπη να παρίσταται «ὡς πρόμαχος τῶν ἐθνικῶν ἐλευθεριῶν» και να υπακούει «τῷ ἀντιπροσωπεύοντι αὐτόν Γενικῷ Προξενείῳ τῆς Α. Μ.».

Στις σχέσεις εθναρχίας και έθνους εντάσσεται και η στάση του Χαλκηδόνος Γρηγορίου, του μετέπειτα Πατριάρχου Γρηγορίου Ζ’. Διαφωνεί με τα δρώμενα, που εκφράζουν την αντίθεση της Κωνσταντινούπολης προς την Αθήνα και οδηγούν στην εκλογή του Πατριάρχη Μελετίου Μεταξάκη το 1921. Ο Γρηγόριος ανήκει στους αρχιερείς που απεχώρησαν στις επαρχίες τους αποστασιοποιούμενοι από την εκλογή. Αλλά και η πρόσφατη απόφαση και στάση επί της ευκλεούς πατριαρχίας της Υμετέρας Παναγιότητος για τη διαφύλαξη των κανονικών δικαιοδοσιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των Νέων Χωρών και της πράξης του 1928 αποτελεί σθεναρή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον 21 αιώνα για την προάσπιση των δικαιοδοσιών του ανά την οικουμένη χωρίς διακρίσεις προς τα εθνικά κέντρα.

Στην καταδίκη του εθνοφυλετισμού από την πατριαρχική Σύνοδο του 1872 στην Κωνσταντινούπολη μετέχουν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ὰνθιμος ΣΤ’, έχοντας και τη γνώμη του προκατόχου του Ανθίμου Δ’, οι πρώην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ’ και Ιωακείμ Β’, ο Αλεξανδρείας Σωφρόνιος, ο Αντιοχείας Ιερόθεος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος, και είκοσι πέντε αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στον Ὸρο της Συνόδου του 1872 διαβάζουμε: «Ἀποκηρύττομεν κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τουτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀντικείμενον τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου». Η ορθόδοξη ενότητα της εθναρχούσας Εκκλησίας έχει δεχθεί ένα μεγάλο πλήγμα από τη δυναμική της εθνικής ιδεολογίας και το εθνοκρατικό όραμα. Θα δυσανασχετίσουν, θα αντιδράσουν, εκείνοι που πριν από το εθνικό προτάσσουν την ορθόδοξη κοινοπολιτεία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ αυτών ο Μανουήλ Γεδεών και ο Αγχιάλου Βασίλειος, σχολάρχης της Χάλκης, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το εθνικό κέντρο «ὡς Σλαῦος τό τε γένος καί τό φρόνημα». Συμπορεύεται με τον Πατριάρχη Κύριλλο Ιεροσολύμων και τους καθηγητές της Σχολής Ιωάννη Αναστασιάδη και Ηλία Τανταλίδη και δεν θέλησε «»νά παραστῇ εἰς τήν κατά τῶν Βουλγάρων σύνοδον», ερχόμενος σε αντίθεση με τον Νικηφόρο Γλυκά. Επί Ιωακείμ Γ’, το Δεκέμβριο του 1884, ο Βασίλειος εκλέγεται Σμύρνης, από τους τελευταίους εκφραστές της εθναρχίας τον παρελθόντα αιώνα. Εκδημεί το 1910 και τον διαδέχεται ο Χρυσόστομος Καλαφάτης που μαρτύρησε στη μικρασιατική τραγωδία.

Οι αρχιερείς της Κρήτης που έχουν αποφοιτήσει από τη Χάλκη και μάλιστα οι νεώτεροι, Πέτρας Τίτος το 1885 και Κισσάμου Δωρόθεος το 1881, είναι πρωτεργάτες στην επανάσταση του 1897. Με την ίδια φλόγα ο αρχιμανδρίτης Χρύσανθος μετέπειτα Ρεθύμνης, απόφοιτος της Χάλκης το 1887, θα αγωνισθεί στο στρατόπεδο Ακρωτηρίου.

Στην προηγούμενη επανάσταση του 1866 την πρώτη θέση κατέχουν οι δύο Παρθένιοι, ο Περίδης και ο Κελαϊδής της μονής Γωνιάς. Ο Περίδης είναι πρόεδρος της γενικής συνέλευσης των Κρητών και ο Κελαϊδής γενικός πληρεξούσιος Κρήτης. Στην ίδια επανάσταση πρωτοστατεί ο μετέπειτα Ιεροσητείας Γρηγόριος Παπαδοπετράκης. Ο Περίδης, ο Κελαϊδής και ο Παπαδοπετράκης είναι κληρικοί που συνδέθηκαν μορφωτικά και κοινωνικά με το εθνικό κέντρο, την Αθήνα, όπου και γαλουχήθηκαν.

Την απουσία αποφοίτων της Χάλκης στην επανάσταση του 1866 την κατανοούμε αν λάβουμε υπ̉ όψη ότι η σχολή ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1844 και ως το 1866 έχομε τέσσερεις Κρήτες αποφοίτους. Με εξαίρεση τον Κρήτης Τιμόθεο, απόφοιτο του 1864, που εγκαθίσταται στην Κρήτη το 1868, δεν γνωρίζω άλλον να επιστρέφει στην μεγαλόνησο.

Κατά μία ευτυχή συγκυρία κατά την επανάσταση του 1897 έχομε στην Κρήτη νέους σε ηλικία επισκόπους. Οι πέντε από αυτούς, ο Πέτρας Τίτος, ο Χερρονήσου Αγαθάγγελος, ο Ρεθύμνης Διονύσιος, ο Ιεροσητείας Αμβρόσιος και ο Κισσάμου Δωρόθεος, είναι μεταξύ τριάντα οκτώ και σαράντα τριών ετών. Ο Κρήτης Τιμόθεος είναι πενήντα έξι ετών. Δύο άλλοι, ο διάδοχός του, ο από Λάμπης Ευμένιος, σαράντα επτά ή πενήντα δύο, με μεγαλύτερο τον Κυδωνίας Νικηφόρο εξήντα δύο χρονών και τον περί τα πενήντα Αρκαδίας Νικόδημο.

Η συγκυρία μιας νέας ιεραρχίας, που στην πλειονότητά της έζησε έστω και σε μικρή ηλικία τις προσδοκίες, τις ελπίδες αλλά και τις σφαγές της επανάστασης του 1866, βοήθησε την επανάσταση του 1897. Τα νέα δεδομένα με την πολιτική και κοινωνική άνοιξη που έφερε η σύμβαση της Χαλέπας και η διακυβέρνηση του Καραθεοδωρή πασά, εκφραστή της εθναρχικής συνείδησης, έρχεται να καταλύσει ο Τουρχάν πασάς επιστρέφοντας την Κρήτη σε δύσκολες εποχές.

Στη μεγαλόνησο όμως σε επίπεδο εκκλησιαστικής και πολιτικής ηγεσίας είχε διαμορφωθεί πλέον μια εθνική ιδεολογία με πεντακάθαρη στρατηγική: Την ένωση με το εθνικό κέντρο. Η ολοκλήρωση του στόχου θα περάσει απο την αυτονομία. Δεν είναι όμως μόνο το εθνικό κέντρο της Αθήνας με τις προμηθειακές και σισύφιες προσπάθειές του για μία αλυτρωτική πολιτική, την οποία εκφράζουν στην Κρήτη οι νεαροί γόνοι του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, ο Ν. Γιαμαλάκης, ο Ελ. Βενιζέλος, ο Γ. Χατζηδάκης, ο Γ. Μυλωνογιάννης, ο Ι. Σφακινάκης και ο Αντ. Μιχελιδάκης. Είναι και η ιεραρχία. Με εξαίρεση τον Ρεθύμνης Διονύσιο, που σπούδασε στη σχολή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα και που η ρωσοφιλία του μας επιτρέπει να τον θεωρούμε συνδεδεμένο με τη φιλορθόδοξη εταιρεία που δρούσε στα Ιεροσόλυμα, και τον Χερρονήσου Αγαθάγγελο, τον Ιεροσητείας Αμβρόσιο και τον Αρκαδίας Νικόδημο, αποφοίτους της Θεολογικής Αθηνών, οι άλλοι πέντε επίσκοποι της Κρήτης είναι πτυχιούχοι της Χάλκης.

Οι απερχόμενοι ιεράρχες του Πατριαρχείου σίγουρα θα εξέφραζαν την εθναρχική συνείδηση της εθναρχούσας Εκκλησίας. Οι ιεράρχες αυτοί ανήκουν στην γενιά που το 1870 καταδικάζει τον εθνοφυλετισμό. Η νέα όμως γενιά της ιεραρχίας, ειδικότερα οι κάτω και περί το τεσσαρακοστό έτος, είναι οι εκφραστές της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Ο Πέτρας Τίτος, ο Κισσάμου Δωρόθεος, ο αρχιμανδρίτης Χρύσανθος Τσεπετάκης, στο στρατόπεδο Ακρωτηρίου, ο και μετέπειτα Ρεθύμνης, είναι οι υψικάμινοι της εθνικής συνείδησης στην Κρήτη. Ο Δωρόθεος αποφοίτησε από την Χάλκη το 1881, ενώ  το 1880 αποφοιτά ένας μακεδονομάχος επίσκοπος, ο Πελαγωνίας Ιωακείμ Φορόπουλος.

Ο Τίτος είναι απόφοιτος του 1885. Μετά από δύο χρόνια, το 1887 υπήρξαν συμφοιτηταί απόφοιτοι ο Χρύσανθος Τσεπετάκης με τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Το 1889 αποφοιτούν δύο εθνομάρτυρες, ο Κυδωνιών Γρηγόριος Ωρολογάς του 1922 και ο Κοριτσάς Φώτιος Καλπίδης του 1905, ενώ το 1891 απεφοίτησε ο εθνομάρτυρας, Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης. Τρεις άλλοι απόφοιτοι, το 1898 ο Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακκελαρίδης και το 1902 οι Γρεβενών Αιμιλιανός Λαζαρίδης και Μελενίκου Κωνσταντίνος Ασημιάδης, θα θυσιαστούν για το έθνος το 1916 ο πρώτος, το 1911 ο δεύτερος και το 1913 ο τρίτος. Ὸσο και αν ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ προσπάθησε κατά την πρώτη πατριαρχία του 1878-1884 να ενισχύσει την εθναρχική και οικουμενική παράδοση του Φαναρίου κρατώντας το μακριά από τους εθνικισμούς, οι επιδιώξεις και οι πρωτοβουλίες της βουλγαρικής εξαρχίας και των άλλων βαλκανικών λαών οδήγησαν τον Ιωακείμ Γ’ κατά την δεύτερη πατριαρχία του, 1901-1912, σε μια άλλη πορεία από αυτήν της εθναρχίας. Υιοθέτησε την  άσκηση μιας εθνικής πολιτικής, όπως αποδεικνύει η στάση του στον Μακεδονικό Αγώνα, οι επιφυλάξεις του στις διακηρύξεις των Νεοτούρκων, η διορατικότητά του για το μέλλον της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο Ιωακείμ υποδείκνυε παράλληλα την αποφυγή των κάθετων ρήξεων με την Οθωμανική αυτοκρατορία, γεγονός το οποίο θα επιφέρει την σκληρή κρητική του Δράμας Χρυσοστόμου Καλαφάτη.

Οι τρεις επίσκοποι πτυχιούχοι της Θεολογικής Σχολής της Αθήνας, οι Χερρονήσου Αγαθάγγελος, Αρκαδίας Νικόδημος και Ιεροσητείας Αμβρόσιος μετέχουν στην  επανάσταση του 1897. Δεν λαμβάνουν όμως, όπως η μέχρι τούδε αρχειακή έρευνα δείχνει, τις πολεμικές και πολιτικές πρωτοβουλίες του Πέτρας Τίτου, του Κισσάμου Δωροθέου, του αρχιμανδρίτη Χρύσανθου Τσεπετάκη, του Κυδωνίας Νικηφόρου ή εκείνες των μακεδονομάχων αρχιερέων.

Η στάση των πτυχιούχων της Θεολογικής Σχολής Αθηνών δεν είναι απροϋπόθετη. Συνδέεται με τις επιλογές της πολιτείας που έχει πλήρως κατά την εποχή αυτή υποτεταγμένη την Εκκλησία της Ελλάδος. Σε αντίθεση με τη Χάλκη, όπου μεσα στο πλαίσιο της εθναρχίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενός επισκόπου ηγέτου μια περιφέρειας, για τον πτυχιούχο της Θεολογικής Αθηνών οι πολιτικές αρμοδιότητες είναι έργο των πολιτικών και οι θεολόγοι κληρικοί προετοιμάζονται για την άσκηση ενός κατά κανόνα θρησκευτικού ρόλου.

Το πέρασμα από την εθναρχία στην εθνική ιδεολογία συντελείται στη Χάλκη μετά το 1890 και εκφράζεται στις αρχιερατικές περιφέρειες από τους μητροπολίτες. Οι αρχιερείς απόφοιτοι της Χάλκης στη Μακεδονία, την Κρήτη και τη Μ. Ασία αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την επέκταση του εθνικού κέντρου της Αθήνας και για την ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης των περιοχών αυτών. Ασκούν ωστόσο την εθνική ιδεολογία και υπηρετούν την εθνική ιδέα μέσα από τις αρμοδιότητες της εθναρχίας που τους καθιστούσε θρησκευτικούς και πολιτικούς αρχηγούς μιας περιοχής, όπου αγωνίζονται για την κυριαρχία του Ελληνισμού. Στη συνείδησή τους ταυτίζεται το εθνικό με το θρησκευτικό και υιοθετούν έναν ρόλο με πολύ περισσότερες αρμοδιότητες από τις λειτουργικές, εκκλησιαστικές. Γι̉ αυτό οι αρχιερείς της Μ. Ασίας, μακεδονομάχοι κατά κανόνα συγκρούονται με τον Στεργιάδη που προσπαθεί να περιορίσει τις δραστηριότητές τους. Ένας άλλος μακεδονομάχος ο Γερμανός Καραβαγγέλης, όταν κλήθηκε στη Βιέννη να ασκήσει έναν, κατά μείζονα μέρος, ρόλο εκκλησιαστικό, μαραζώνει όπως φαίνεται στη διαθήκη του που ζητά να ταφεί «μέ ἕνα μόνο ἱερέα, ἄνευ διακόνου».     

Η εθναρχική παράδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταβάλλεται σε εθνική αυτοσυνειδησία. Η εθναρχική συνείδηση που κυοφορείται από τη Μεγάλη Εκκλησία στους γόνους της κατά Χάλκη Θεολογικής Σχολής εμπεριείχε όλα τα δεδομένα για την ανάδειξη εκκλησιαστικών ηγετικών φυσιογνωμιών, αλλά και για τη μεταλλαγή και το πέρασμα από την εθναρχική στην εθνική συνείδηση, όταν η ιστορική συγκυρία διεκδικούσε έναν νέο ρόλο για τον αρχιερέα. Τη νέα πραγματικότητα της εθνικής συνείδησης για πρώτη φορά εξέφρασαν οι χαλκίτες αρχιερείς στην Κρήτη κατά την επανάσταση του 1897 και στη συνέχεια οι μακεδονομάχοι αρχιερείς στον Μακεδονικό Αγώνα και την Μικρά Ασία.

Παναγιώτατε,

Η εθναρχία, το γένος, το ρουμ μιλέτ απετέλεσαν και συγκρότησαν κοινωνικό σχήμα με σημείο αναφοράς τη θρησκεία και διοικητικό κέντρο από το 1601 τον πάνσεπτο αυτό χώρο, το Φανάρι, όπου και η έδρα του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Η εθναρχία ολοκλήρωσε τον προορισμό και τον ιστορικό της ρόλο περί τας αρχάς του 20ου αιώνα όταν πλέον διαμορφώνονται τα σύγχρονα εθνικά κράτη που προήλθαν από το διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

            Σήμερα στον 21ο αιώνα τα δεδομένα για τα έθνη – κράτη μεταβάλλονται. Η δημιουργία σ̉ αυτά μεγάλων αστικών κέντρων, η ερήμωση της υπαίθρου, ο εκδημοκρατισμός των, τα μεταναστευτικά ρεύματα, η σύγχρονη τεχνολογία με το διαδίκτυο, η πολυπολιτισμικότητα και η παγκοσμιοποίηση αναδομούν και επαναπροσδιορίζουν τον ρόλο του έθνους – κράτους, όπως αυτό ανδρώθηκε κατά τον 20ο αιώνα.

Τα ανωτέρω δεδομένα, όπως επίσης και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, συμβάλλουν στη διεθνοποίηση της μέχρι πρότεινος περιχαρακωμένης εντός των συνόρων εθνοκρατικής οντότητας. Διαμορφώνονται, πλέον, νέες πολιτισμικές ταυτότητες μέσα από την ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού σε μία κοινωνία που ξεπερνάει τα εθνικά όριά της. Οι σύγχρονες τηλεοπτικές σειρές που μεταφέρουν την τουρκική πραγματικότητα στην ελληνική κοινωνία και ο νέος τρόπος θέασης της ιστορίας του παρελθόντος από τη νέα γενιά των ιστορικών στα βαλκάνια, δημιουργούν τις προϋποθέσεις της υπέρβασης των εθνικών προκαταλήψεων. Τα παραπάνω δεν σηματοδοτούν, βέβαια, την αναβίωση της εθναρχίας στα νέα δεδομένα της κοινωνίας των πολιτών του 21ου αιώνα.

Ο 21ος αιώνας με την κοινωνία των πολιτών δεν δύναται να αναβιώσει την εθναρχία. Ὸμως όπως στις αρχές του 20ου αιώνα οι πτυχιούχοι της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ενστερνίζονται και υπηρετούν λυσιτελώς την ιδέα του έθνους – κράτους, έτσι και σήμερα στις αρχές του 21ου αιώνα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εν τω προσώπω  του Χαλκίτου Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, προσλαμβάνει τον επαναπροσδιορισμό του έθνους – κράτους και ασκεί την πολυεπίπεδη και πολυμερή διακονία του στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποιούμενης πολυπολιτισμικής κοινωνίας.

Με τις πατριαρχικές ανά την οικουμένη λειτουργίες, επισκέψεις, ομιλίες, περιοδείες και πρωτοβουλίες προάγει και εμπεδώνει στην Οικουμένη τον αλληλοσεβασμό των ποικίλων ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, όπως αυτές εκφράζονται σε εθνική, θρησκευτική, πολιτισμική, πολιτική και κοινωνική διάσταση, μακρυά από φανατισμούς, εθνοκαθάρσεις και εθνοφυλετικές περιπέπειες, σε ένα νέο αιώνα, τον αιώνα της Ορθοδοξίας κατά τον διαπρεπέστερο βυζαντινολόγο του παρελθόντος αιώνος Στήβεν Ράνσιμαν.   

γ Copyright Ιερά Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου
Αρκαλοχώρι 70300, τηλ.2891024611,
fax.2891024612, email: imarkal1@otenet.gr