Η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, ως κορυφαίο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, κοσμημένο με μοναδικά ψηφιδωτά, εμπεριέχει μείζονες τεχνικές και καλλιτεχνικές αξίες. Ταυτόχρονα, η διαδρομή της στον χρόνο και η άρρηκτη σχέση της με τα σημαντικότερα κέντρα εξουσίας στον Μεσαίωνα, τον βυζαντινό αυτοκράτορα και τον οικουμενικό πατριάρχη, το έχει καταστήσει φορέα πυκνής ιστορικής πληροφορίας. Η τύχη της, ωστόσο, καθορίζεται όχι τόσο από τις υλικές και άυλες αξίες της, όσο από το τεράστιο συμβολικό της φορτίο.
Οσο κι αν συγκλονίζει η απόφαση του Τούρκου προέδρου να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε μουσουλμανικό τέμενος, η ενέργεια αυτή εντάσσεται απολύτως φυσιολογικά στη λογική με την οποία το τουρκικό κράτος διαχειρίζεται τη μνημειακή κληρονομιά του Βυζαντίου. Βέβαια, τα πράγματα στην Τουρκία είχαν ξεκινήσει πολύ διαφορετικά. Ο Κεμάλ, στο πλαίσιο της εκκοσμίκευσης, του προσανατολισμού του νεοπαγούς κράτους του προς τη Δύση αλλά και με την αυτοπεποίθηση του νικητή στον πόλεμο του 1922, επέτρεψε την έρευνα και ανάδειξη των μνημείων ενός άβολου παρελθόντος. Κορυφαία συμβολική πράξη αυτής της πολιτικής ήταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας από τζαμί σε μουσείο. Η κεμαλική κληρονομιά επέτρεψε στις επόμενες δεκαετίες όχι μόνο την αποκάλυψη των ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας, αλλά και την αναστήλωση σημαντικών βυζαντινών μνημείων της Κωνσταντινούπολης, όπως οι ναοί των Μονών Λιβός, Χώρας, Μυρελαίου, Παμμακαρίστου, ή της Παναγίας Κυριώτισσας, έργα τα οποία υλοποιήθηκαν από το Byzantine Institute (of America) και ολοκληρώθηκαν από το ερευνητικό κέντρο Dumbarton Oaks των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση αποδείχθηκε θνησιγενής. Τα ελληνορθόδοξα μνημεία, μάρτυρες της υπερχιλιόχρονης βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεν εντάχθηκαν οργανικά στο αφήγημα της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας για να τύχουν και των αντίστοιχων προνομίων. Η αμηχανία απέναντι σε μια αλλότρια κληρονομιά εκδηλώθηκε κυρίως με αδιαφορία για τη διατήρησή της: η σύγχρονη Ισταμπούλ χτίστηκε χωρίς τον «βραχνά» των σωστικών ανασκαφών. Ιστάμενα μνημεία, όπως τα θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινούπολης ή κτίρια όπως το βυζαντινό παλάτι του Τεκφούρ Σαράι ανακατασκευάστηκαν χωρίς την τήρηση των διεθνών αναστηλωτικών πρωτοκόλλων, προκειμένου να λειτουργήσουν απλώς ως σκηνικό τουριστικής εκμετάλλευσης.
Αυτή η άβολη κληρονομιά ενός ξένου παρελθόντος, επελέγη, στην περίπτωση των εκκλησιών, να φορτιστεί με τον συμβολισμό της κατάκτησης, διά της εκ νέου μετατροπής κάθε βυζαντινού ναού σε μουσουλμανικό τέμενος. Ετσι, σταδιακά, οι περισσότερες αναστηλωμένες από τους Αμερικανούς βυζαντινές εκκλησίες λειτούργησαν ξανά ως τζαμιά. Φορητός εξοπλισμός αλλά και σύγχρονες επεμβάσεις στο μνημειακό τους κέλυφος αλλοίωσαν τις αποκαταστάσεις αυτών των σπουδαίων μνημείων. Βυζαντινοί ναοί των οποίων η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε από τις τουρκικές αρχές, όπως η Μονή Παντοκράτορος, το μαυσωλείο της δυναστείας των Κομνηνών, υπέστησαν ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις προκειμένου να δεσπόζει η όψιμη λειτουργία τους των τζαμιών.
Η μετατροπή του ναού Αγίας Σοφίας σε τέμενος, πέραν των άλλων συνεπειών, όπως το πρόβλημα της ακώλυτης πρόσβασης κάθε επισκέπτη, ακόμη κι αν δεν βλάψει την υλική της υπόσταση, αναμφίβολα θα υποβαθμίσει την εικόνα της, καθώς από το Ισλάμ επιβάλλεται στους χώρους λατρείας η κάλυψη των εικονιστικών παραστάσεων. Ας θυμίσουμε εδώ ότι επί σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ, το 1847-1849, κατά τη διάρκεια επισκευών, οι Ελβετοί αδελφοί Fossati αποκάλυψαν πλήθος ανεκτίμητης αξίας βυζαντινών ψηφιδωτών, τα οποία καταστράφηκαν από τα νέα επιχρίσματα με τα οποία τα έκρυψαν ώστε να εξακολουθήσει να λειτουργεί ως τζαμί
η Αγία Σοφία.
Ομως και λιγότερο καταστροφικές μέθοδοι κάλυψης, όπως οι θλιβερές τέντες που έκρυψαν τους κατάγραφους με τοιχογραφίες θόλους του βυζαντινού ναού της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα, όταν πριν από λίγα χρόνια μετατράπηκε επίσης από μουσείο σε τέμενος, προεικάζουν το δυσοίωνο μέλλον και του ομώνυμου λαμπρού ναού της Κωνσταντινούπολης.
Η εκ νέου μετατροπή της Μεγάλης Εκκλησίας του Ελληνορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε τζαμί, στον 21ο αιώνα, φτηνή απομίμηση της απόφασης του Μωάμεθ του Πορθητή, δεν είναι απλώς ένας θλιβερός αναχρονισμός. Είναι απόδειξη αδυναμίας και ανασφάλειας ενός κράτους που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το ίδιο του το παρελθόν. Η Ελλάδα έχει χρέος να μην αποποιηθεί τον ρόλο της ως θεματοφύλακα της βυζαντινής κληρονομιάς και να μην επαναπαυθεί στις αλυσιτελείς αντιδράσεις των διεθνών οργανισμών. Για το ίδιο θέμα, η ελληνική επιστημονική κοινότητα οφείλει να συνεργαστεί στενότερα με τους Τούρκους επιστήμονες με τους οποίους μοιραζόμαστε την κοινή αγωνία για τη διάσωση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς των πατρίδων μας.
* Ο κ. Δημήτρης Αθανασούλης είναι αρχαιολόγος.
πηγή: kathimerini.gr