“Η προσφορά των μικρασιατών προσφύγων στον νεοελληνικό πολιτισμό”

Ομιλία της Φιλολόγου και Συγγραφέως κας Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη 

«Κόρη μου, πρόσφυγας ίσον ένα τίποτε», μου είπε λακωνικά η σοφή και καλόκαρδηΑνδριάνα Γκιουλμιχάλη από τις Κάτω Πουλιές, όταν το 2001 την κατέγραψα. Αμάθητη στην πείνα, στην εξαθλίωση, στις αρρώστιες, στις ταπεινώσεις, η μεσαία τάξη της Μικράς Ασίας, δυνατή, τα άντεξε όλα. Ανασκουμπώθηκαν, δούλεψαν υπεράνθρωπα, ακόμη και τα μικρά παιδιά τους και ρίζωσαν και άνθησαν και αναστήθηκαν με χίλιες πρακτικές: Της μνήμης της άλλης ζωής τους, των χαμένων ανθρώπων και πατρίδων, των γιορτών και πανηγυριών, των μύθων και της ιστορίας, των συμβόλων που κουβαλούσαν. Τα ζωντάνεψαν, κάνοντας ενωτικούς συλλόγους και σωματεία, με τα λάβαρά τους στις παρελάσεις, με τις μνήμες του μακελειού και τα ονόματα των τόπων και των μαρτύρων τους, περνώντας τα στις επόμενες γενιές, κυρίως στη δεκαετία του 1980, όταν είδαν τον κίνδυνο της εξαφάνισης των μικρών λαών και εθνών.  

Οι πρόσφυγες, που θεωρήθηκαν μάστιγα τότε, (σφίγγες), για την πάμφτωχη Ελλάδα της δεκαετίας του πολέμου, του διχασμού και της ήττας και της άστοχης ελληνικής πολιτικής προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, εμβολίασαν με ανανεωτική δύναμη την οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική και τον πολιτισμό της Ελλάδας. Πρώτα-πρώτα, βέβαια, της έδωσαν την αναγκαία ασφάλεια και δύναμη της ομογενοποίησης. 

Δυνάμωσαν και ανανέωσαν την ελληνική οικονομία με νέες μεθόδους καλλιέργειας, ιδίως στην αμπελουργία, τα καπνά και τη σηροτροφία (σ΄ αυτά η περιοχή μας άνθισε). Επίσης, με την εργατικότητά τους αυξήθηκε κατά 55% η καλλιεργήσιμη γη και διπλασιάστηκε η παραγωγή. Αλλά και με την φθηνή εργασία τους έδωσαν, δυστυχώς, ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες στην βιομηχανία (κλωστοϋφαντουργία, ταπητουργία κ.α.) Στην Δραπετσώνα δημιουργήθηκαν 13 μεγάλα ταπητουργία και στην Κοκκινιά 9, όπου δούλεψαν πάμφθηνα οιγυναίκες, πολλές από τις οποίες ήταν φυματικές. Ο αθηναϊκός τύπος της εποχής αναφέρεται έντονα στην απάνθρωπη εκμετάλλευσή τους. 

Οι πρόσφυγες πρόσφεραν κοινωνικά με την προχωρημένη σκέψη κυρίως των πολυπολιτισμικών ανοιχτών κοινωνιών των παράλιων περιοχών. 

Πνευματικά με τους διανοούμενους, τουςλογοτέχνες και τη μεγάλη αγάπη της μόρφωσης,που τους χαρακτήριζε. Να μην ξεχνάμε το παράδειγμα του πρόσφυγα της Καππαδοκίας Νικόλαου Θεοχαρίδη, που εγκαταστάθηκε στο χωριό Αλιτζανή και το 1961- 62 έδωσε τα χρήματά του, για να δημιουργηθεί μια αίθουσα του Γυμνασίου Αρκαλοχωρίου. Και δεν τιμήθηκε ποτέ, αν και το παράδειγμά του ήταν διδακτικό. Επίσης, τον Ίωνα Νίκο  Σταυρινίδη, που το 1941 περιμάζεψε από το σκουπίδια το τούρκικο Αρχείο, το έφερε στα υπόγεια της Βικελαίας και κάποιες περιόδους δούλεψε δωρεάν, δημιουργώντας ένα μνημειώδεςιστορικό έργο, χωρίς το οποίο θα αγνοούσαμε βασικά πράγματα για την ιστορία της Κρήτης. 

Οι πρόσφυγες πρόσφεραν, επίσης, τα μέγιστα και στον πολιτισμό γενικά, με την τεράστια πολιτιστική δυναμική που έφεραν μαζί με το φτωχό μικρό μπογαλάκι τους, την τεράστια φρίκη τους, αλλά και τα προβλήματα της στέγασης, της εργασίας, της εκπαίδευσης και της περίθαλψής τους, τα οποία εναπόθεσαν στο υπό κατάρρευση τότε Ελληνικό Κράτος. Το ελληνικό κράτος ανταποκρίθηκε τέλεια, όσο ποτέ,παραδειγματίζοντάς μας έτσι εσαεί. 

Ο πολιτισμός των προσφύγων ιωνικός,αιολικός, δωρικός, ελληνικότατος με αφομοιωμένα τέλεια βυζαντινά και οθωμανικά,ανατολίτικα και δυτικά στοιχεία ήταν ένα εμβόλιο πολυποίκιλης ανανέωσης. Γιατί πολλοίπρόσφυγες ήταν άλλου επιπέδου, με πιο δημοκρατικές παραδόσεις, κοσμοπολίτες, κυρίως των παραλίων. 

Η καθαριότητα και η πάστρα που ακτινοβολούσε στα σπίτια και στους ίδιους, η αρμονία στο ντύσιμο, στο λόγο και στις κινήσεις τους ξένιζαν εδώ και η διαφορά καθιστούσε ύποπτες κυρίως τις γυναίκες που σε κάποια μέρη έγιναν στόχος για τους δουλέμπορους της εποχής.

Στην εφημερίδα «Ανόρθωσις» του Ηρακλείου (11/5/1937) διαβάζουμε: «Στον κρατικό συνοικισμό και στο Ατσαλένιο σκορπίζουν ένα  άρωμα οι αυλές με τα 100 είδη τριαντάφυλλων και τον ασβέστη που μοσχοβολά παντού».

Η αγάπη της ζωής, ο σεβασμός στον εαυτό τους, η εξωστρέφειά τους και η κουλτούρα τηςδιασκέδασης τους οδηγούσε μετά την εξοντωτική δουλειά, (στρώσιμο δρόμων,μεροκάματα και καλλιέργεια του κλήρου τους ταΣαββατοκύριακα) στα γλέντια τις μεγάλεςγιορτές και στις γιορτές των αγίων της πατρίδας,με έθιμα διαφορετικά από τα δικά μας. ΤουΕυαγγελισμού π.χ. στο Αρκαλοχώρι ξενυχτούσαν την Παναγία. Οι χοροί τους με τα πρόχειρα τουμπελέκια τους, οι γεμάτοι πόνο και νοσταλγία αμανέδες, που μιλούσαν για τις χαμένες πατρίδες και τη νέα ζωή τους,περιγράφονται από τους αφηγητές του βιβλίου μου ‘’ Μικρασιάτες πρόσφυγες της πριοχήςΑρκαλοχωίου’’ υπέροχα. Ο Ξενοφών Ελευθεριάδης στην αρχή και αργότερα ο Γιώργος Τσαμπούρης ξαναφέρνουν με τατραγούδια τους πίσω τη χαρά και τον πόνο στους πρόσφυγες. Οι ντόπιοι ήταν στην αρχή επιφυλακτικοί και μακριά, μέχρις ότουδημιουργηθεί η αναγκαία εμπιστοσύνη. Η μουσική χαλαρώνει, ηρεμεί και γι’ αυτό ήταν το πρώτο μάθημα της αρχαίας Ελληνικής εκπαίδευσης.

Ανάπτυξαν, επίσης, τις συλλογές δράσεις,που τους ένωναν, για να κτίσουν τη νέα τους ταυτότητα, αφού τον αυτοπροσδιορισμό τους τον είχαν χάσει. Το πέτυχαν με μνημονικές συλλογικές πρακτικές. Έτσι κράτησαν τη μνήμη και τα τραύματά τους. Σύλλογοι προσφυγικοίστις πόλεις, με παρελάσεις και με την ανάμνηση της σφαγής που τους ένωνε, τόνιζαν το κοινό παρελθόν. Συνετέλεσαν οι συνεταιρισμοί και ο συνδικαλισμός, που αναπτύχθηκαν κυρίως μετά την συμφωνία της Άγκυρας που τους απομάκρυνε από το Βενιζέλο και μετά το 1936,όταν κατάλαβαν οι περισσότεροι πως δεν θα ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους. Οι συνεταιρισμοί και ο συνδικαλισμός  αναπτύχθηκαν τότε στο μέγιστο βαθμό. Πολλοί τράβηξαν τότε προς τηνΑριστερά, παρότι με τους κλήρους έγιναν μικροϊδιοκτήτες, για να μην προλεταριοποιηθούν. Έτσι ετοιμάστηκαν ηθικά να παίξουν ένα ενεργό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση, που τους αφαίρεσε πια τον αρνητικό χαρακτηρισμό του πρόσφυγα. 

Στην πολιτική μπήκαν ενεργά πολλοίπρόσφυγες. Ο Δήμαρχος Ηρακλείου ΑνδρέαςΠαπαδόπουλος, οι βουλευτές Ηρακλείου Κωνσταντινίδης και Δημόπουλος, στο Αρκαλοχώρι στις Κάτω Πουλιές ο ΓιώργοςΠαπαδόπουλος, στη Ζίντα πάντοτε στα κοινά ο μακρινός του συγγενής και συνονόματός του(Γιώργος Παπαδόπουλος), στην κοινότητα Αρκαλοχωρίου ο Νικόλαος Σολάκης και αργότερα ο Γιώργος Κυριαζής και ο ΜαρίνοςΑσλάνης. Και τώρα, στη δυσκολότερη φάση της πορείας του τόπου μας, στον απόγονο των Καππαδόκων προσφύγων Βασίλη Κεγκέρογλου, εμπιστεύτηκαμε το μέλλον του τόπου. «Γενάρχης» της οικογένειας Κεγκέρογλου ήταν η Ελευθερία Δεληβασίλη από τη Νεάπολη της Καππαδοκίας. Ήρθε μόνη της με τα μικρά της αγόρια στο Αρκαλοχώρι. Στην πατρίδα άφησε την μοναχοκόρη της στην αδελφή της, που έμεινε εκεί. Ο άντρας της είχε χαθεί. Άφησε πίσω, επίσης, τον τάφο του πεθαμένου μεγαλύτερου γιου της. Δεν ήξερε καθόλου ελληνικά και στάθηκε στα παιδιά της πουρίζωσαν εδώ δουλεύοντας σκληρά. Και ευδοκίμησαν. Οφείλω αυτό το σχόλιο, γιατί στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου μου, αν και είχα αυτά τα στοιχεία, δεν αναφέρθηκα, για λόγους ηθικούς, καθώς ήταν προεκλογική περίοδος και ο Βασίλης Κεγκέρογλου ήταν υποψήφιος Δήμαρχος. Και ο Σεβ. Μητροπολίτης μας είχε μητέρα μικρασιάτισσα από τα Αλάτσατα. 

Οι Μικρασιάτες πέρασαν στις επόμενες γενιές την μνήμη και την ανάμνηση. Ανάμεσα στα πολιτιστικά στοιχεία που τους βοήθησαν ναδιατηρήσουν τη μνήμη, τις αντοχές, την υπερηφάνειά τους ήταν η μουσική, οξυγόνο για την ποιότητα ζωής που είχαν συνηθίσει να ζουν. Τα μικρασιάτικα τραγούδια, κυρίως τα σμυρνιώτικα, τα γνώρισαν οι Έλληνες έμποροι και όσοι είχαν συγγενείς στην Σμύρνη. Και τα αγάπησαν πολύ. Στους βαλκανικούς πολέμους,στο μέτωπο της Ηπείρου, ο έφεδρος τότε Αλέξανδρος Ραφτόπουλος από τη Βιάννο γράφει στο ημερολόγιό του ότι ο λόχος του με τα κλαρίνα έψαλε την παραμονή της Πρωτοχρονιάςμπροστά στο Μπιζάνι τα κάλαντα και την Μπουρνοβαλιά (τραγούδι του Μπουρνόβα της Σμύρνης). Φανταστείτε, λοιπόν, πόσο τα σμυρνιώτικα τραγούδια είχαν μπει στην ψυχή των Ελλήνων.

Ήταν συναισθηματικοί, νοσταλγικοί και λυπητεροί αμανέδες που αναφέρονταν τότε σε άλλα θέματα. Όταν ήλθαν στην Ελλάδα τους τραγουδούσαν και πάλι. Αλλά σιγά-σιγά γράφτηκαν στους ίδιους ρυθμούς άλλα τραγούδια που μιλούσαν για τα βάσανα της νέας ζωής των προσφύγων. Μακρόσυρτους τέτοιουςαμανέδες τραγουδούσε, στον κόσμο του, ο Γιώργος Τζαμούρης από το Καλό Χωριό. Και μιλούσαν οι περισσότεροι με λατρεία για το Βενιζέλο και τον Πλαστήρα και με μίσος για τον Βασιλιά Κωνσταντίνο.

Τα μικρασιάτικα τραγούδια και η μουσική ήρθαν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στο Ηράκλειο και αλλού. Με σμυρνέικο σκοπό τραγουδούν στην πόλη, στα προάστια, στην ύπαιθρο. Συνοδεύουν το σαντούρι, το βιολί κ.α.Σημαντική επιλογή αποτελεί και το ρεμπέτικο. 

Η δυναμική μουσική των προσφύγων διείσδυσε, εμβολίασε και τόνωσε την νεοελληνική μουσική στο μέγιστο βαθμό. Ίσως μια βραδιά με μελετητές του είδους, όταν ο κορεσμένος από τις φετινές εκδηλώσεις κόσμος θα ξεκουραστεί, θα είναι πολύτιμη. Θα πω,τελειώνοντας, μόνο ότι η πάντοτε παρηγορητικήμουσική ήταν τους πρόσφυγες αναπνοή ζωής. Για να εκφραστούν, να εκτονωθούν, να θρηνήσουν για το πένθος του παρελθόντος και για το εξαθλιωμένο τους παρόν. Για να νοσταλγήσουν την πατρίδα τους, να δεθούν μετις ρίζες τους, το παρελθόν, τα σπίτια, τουςνεκρούς τους. Να θυμηθούν τα νιάτα τους, την ανέμελη ευτυχισμένη ζωή τους. Να ενωθούν μεταξύ τους στην νέα πατρίδα. Γιατί η μουσική είναι το κοινό που τους δένει, η άμυνα και η περηφάνια απέναντι στους ντόπιους. Είναι ηταυτότητα που χτίζουν.

Ο λυρικός θρήνος έχει την ανάμνηση, το χρέος, ευχές για να γυρίσουν οι αιχμάλωτοι κ.α.

Και εδώ τελειώνω. Ραντεβού για μια άλλη εκδήλωση- μνημόσυνο σχετική με τη μουσική. Το παράδειγμα των προσφύγων είναι δυνατό. Μας χρειάζεται. Θα ήθελα, επίσης, να διευκρινίσω πως δεν μπόρεσα να καταγράψω όλους τος πρόσφυγες της περιοχής. Δεν πρόλαβα κιόλας όλους τους παλιούς. Στο βιβλίο μου μέσα όμως βλέπει κανείς το σεβασμό και την αγάπη προς όλους. 

Θέλω να ευχαριστήσω τον Δήμο ΜινώαΠεδιάδας και τον Πολιτιστικό Σύλλογο για τη διοργάνωση της εκδήλωσης αυτής, που θεωρώ ένα ωραίο σταθμό στο ταξίδι του βιβλίου μου «Μικρασιάτες πρόσφυγες της περιοχής Αρκαλοχωρίου». Ευχαριστώ την αντιδήμαρχο κα Αποστολογιωργάκη και την πρόεδρο κα Νίκη Μουράτη καθώς και όλο το Συμβούλιο. Τους προσφυγικούς συλλόγους Ρουσοχωρίων, Καρδουλιανού και Φιλισίων και τη Νίκη Κλήμηγια τα προσφυγικά εδέσματα και τη συμμετοχή τους. Τη μαθήτρια και καλή μου φίλη Ειρήνη Κουρλετάκη. Τον Αλέκο Γερογιαννάκη και όλους εκείνους που βοήθησαν. Τους πάντοτε παρόντες αφηγητές μου, τους παρουσιαστές του βιβλίου μου, την Ιερά μας Μητρόπολη και το δήμο Ηρακλείου για τη φιλοξενία στις δύοπαρουσιάσεις. 

Σας ευχαριστώ όλους. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ και το Σύλλογο Αλατσατιανών και βέβαια το Υπουργείο Πολιτισμού για την έκδοση του βιβλίου, το οποίο πέρασε ‘’τα πάθη των προσφύγων’’. Τους χορευτές που χόρεψαν υπέροχα και τη δασκάλα τους κα Μαργαρίτα Βεριγάκη. Και τους εξαίσιους μουσικούς και τραγουδιστές, που ομόρφηναν τις δύοπαρουσιάσεις του βιβλίου μου. Και πρόσθεσαν ξεχωριστό βάθος και χρώμα στη θαυμάσιααποψινή βραδιά.