Γράφει ο Στέλιος Κούκος
Οι άγιοί μας, αυτές οι θαυμαστές θείες προσωπικότητες που κέρδισαν την αθανασία και την αιωνιότητα, μοιάζουν πολλές φορές να μένουν κρυμμένοι και σχεδόν αμίλητοι, ενώ έχουν να μας πουν τόσα πολλά.
Κάποιες φορές, και για πολλούς λόγους, χάνονται και εξαφανίζονται από ανάμεσά μας και τους συναντάμε μόνο στα αγιολόγια και τα συναξάρια τους την ημέρα της γιορτής τους. Ίσως, όμως και ως και απλή παράθεση του ονόματός τους χωρίς άλλες πληροφορίες.
Άγιοι χωρίς εκτενή συναξάρια, χωρίς πανηγύρεις μικρές ή μεγάλες, χωρίς μεγαλοπρεπείς καθεδρικούς, προσκυνηματικούς ναούς, εκκλησίες, παρεκκλήσια, ξωκλήσια, ενίοτε χωρίς να έχουν διασωθεί τα ιερά λείψανά τους, οι εικόνες τους, αλλά και οι ακολουθίες τους. Έτσι, ενίοτε, μένει μόνο η αναφορά στον συναξαριστή.
Και πόσους αγίους, όμως, δεν γνωρίζουμε που ως τοπικοί δεν σώθηκε η μνήμη τους και έτσι ξεχάστηκαν για πάντα; (Μας ξέχασαν κι αυτοί; θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Μάλλον όχι).
Κάποιες φορές που δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για κάποιον άγιο μπορεί να πλεχτούν ορισμένοι βίοι. Ιδιαίτερα όταν περισσότεροι του ενός άγιοι φέρουν το ίδιο όνομα και έχουν και άλλα κοινά γνωρίσματα, όπως για παράδειγμα του ιεράρχη ενός τόπου.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τον άγιο Βασίλειο τον Α’, τον Ομολογητή, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (860-865), ο οποίος διαθέτει «ανταγωνιστή», αν όχι ανταγωνιστές. Τέσσερις αρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης φέρουν το ίδιο όνομα. Ο πιο «ανταγωνιστικός», βεβαίως, είναι αυτός αυτός ο οποίος ήταν αρχιεπίσκοπος μετά το 904.
Όπως και να έχει τις λεπτομέρειες μπορείτε να τις διαβάσετε στο «Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης» τόμος α’, (έκδοση Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας) ή στην ψηφιακή ανάρτησή στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης στον σύνδεσμο: http://www.imth.gr/default.aspx?lang=el-GR&loc=1&page=147.
Στο κείμενο μας αυτό δεν έχουμε να προσφέρουμε κάτι όσον αφορά την περαιτέρω διακρίβωση του βίου και της πολιτείας του αγίου, αλλά θέλουμε να πούμε δυο λόγια για την «επανεμφάνισή» του και την «εγκατάστασή» του σε ιδιαίτερο και ξεχωριστό παρεκκλήσιο αφιερωμένο σ’ αυτόν. Και μάλιστα λίγα μέτρα από το μέρος όπου ετάφη.
Όλα αυτά διαδραματίστηκαν στον καθεδρικό ναό της Θεσσαλονίκης, δηλαδή στον ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας. Και αν αναλογιστούμε και την ιστορική περιπέτεια του ναού, δηλαδή την μετατροπή του σε καθεδρικό του ρωμαιοκαθολικού επισκόπου κατά την περίοδο της λατινοκρατίας και οθωμανικό τέμενος κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η όλη ιστορία φαίνεται να παίρνει και δραματικές διαστάσεις.
Όλα τα χρόνια αυτά ο ομολογητής άγιός μας έμενε εκεί μαρτυρώντας και ομολογώντας -σιωπηρά αυτή την φορά. Ακόμη και όταν έβλεπε να καλύπτονται οι τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά και να εξαφανίζονται κάθε είδους άγιες εικόνες από τον ναό για τις οποίες είχε ομολογήσει κατά την περίοδο της εικονομαχίας. Αβάσταχτος κανόνας…
Του Θεού συνεργούντος, λοιπόν, ορισμένες φορές φαίνεται πως και οι άγιοί μας επιστρέφουν εμφανώς πιο κοντά μας, αλλά και ανάμεσά μας με ποικίλους τρόπους και μας αιφνιδιάζουν. Κάποιες φορές θυμίζουν συγγενείς που χάθηκαν στην ξενιτιά, που έριξαν πέτρα πίσω τους, τους «κατάπιε» ποικιλοτρόπως ο ξένος τόπος, και σαν ήρωες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη επιστρέφουν στην πατρίδα και τους συγγενείς τους προσφέροντάς τους δώρα. Και ως το μεγαλύτερο δώρο είναι η προσωπική τους παρουσία γιατί μοιάζει με το «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Ή ακόμη σαν αγνοούμενοι, και σαν «…τα παιδιά που τα ’συραν/ στης Αφρικής τις αγορές/ εμπόροι και ληστές/ και φοβισμένα κι ορφανά/ στη Σμύρνη και στη Βενετιά/ τα πιάσαν οι φρουρές» (Δ. Σαββόπουλος) και κάποια μέρα επιστρέφουν ταλαιπωρημένα στα σπίτια τους, στις κοινωνίες που ζούσαν, στα μέρη τους. Και τότε χαρά μεγάλη γίνεται, γι’ αυτήν την ανάσταση!
Μεγαλύτερη χαρά και ενθουσιασμό, ίσως, αισθανόμαστε όταν δεν πρόκειται απλώς για έναν συγγενή μας, για έναν γνωστό μας, αλλά για έναν άγιο. Αυτός μπορεί να αγκαλιάσει με μια πλατυτέρα αγκαλιά, να ενώσει και να μας παρέχει ποικίλους αγαθούς, ελπιδοφόρους και λυτρωτικούς λογισμούς. Ή ακόμη και να προσφέρει και πιο άμεσες παρεμβάσεις στην ζωή μας. (Όπως αυτές οι οποίες λύνονται μόνον με εξωτερική επέμβαση της πίστης που «οροσειρές μετακινεί»).
Κάπως, έτσι, μοιάζει να «επέστρεψε» και να «εμφανίστηκε» στην Θεσσαλονίκη που ποίμανε ο Άγιος Βασίλειος Α’, ο Ομολογητής κι ας ήταν πάντα εκεί και στην καρδιά της και μάλιστα σωματικά. Σίγουρα, όμως, ήταν αθέατος!Εύρεση και μόνιμη εγκατάσταση στην καρδιά της πόλης
Η «επιστροφή» ή η «εύρεση» του αγίου Βασιλείου του Α’ του Ομολογητή έγινε κατόπιν ενεργειών του μητροπολίτη Θεσσαλονίκη κυρού Παντελεήμονος του β’. Του ακούραστου ποιμένα της Θεσσαλονίκης, όσον αφορά την αγάπη και την φροντίδα για τους αγίους της πόλης, που όπως φαίνεται ακολούθησε μια πληροφορία που κατέγραψε ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. (Να πούμε πως με ενέργειες του μητροπολίτη Παντελεήμονα του β’ έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η «τελική» αγιοκατάταξη του αγίου Συμεών).Αντιγράφουμε από το «Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης» και το σχετικό λήμμα για τον άγιο Βασίλειο Α’ τον Ομολογητή το οποίο υπογράφει ο Γ. Τσομπαρτζόγλου τα εξής:
«Τέλος, εξαιρετικά σημαντική είναι μία πληροφορία που αντλούμε από το έργο του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Τάξις της στάσεως και του θυμιάματος, από το οποίο καθίσταται γνωστή η ύπαρξη του τάφου του αρχιεπισκόπου Βασιλείου -και του αγίου Γρηγορίου Παλαμά- και προσδιοριζεται η θέση του στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη: ‘είτα ανέρχεται εις το στασίδιον αυτού ο αρχιερεύς και την εκείσε προσκυνήσας αγίαν εικόνα και τους τάφους των αγίων αρχιερέων Βασιλείου και Γρηγορίου…’.
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ο αρχιεπίσκοπος Βασίλειος, στον οποίο ο Συμεών Θεσσαλονίκης προσδίδει τον χαρακτηρισμό ‘άγιος’, είναι ο Βασίλειος ο ομολογητής».
Αυτήν, λοιπόν, την γραπτή μαρτυρία πρέπει να ακολούθησε ο μακαριστός φιλάγιος μητροπολίτης.
Όσον αφορά τα περεταίρω ο διατελέσας προϊστάμενος του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας π. Στέφανος Τόλιος, νυν μητροπολίτη Νεαπόλεως, Φιλίππων και Θάσου γράφει στην ιστοσελίδα του του ναού:
«Το ιερό λείψανό του βρέθηκε στις 3 Μαΐου του 1981 μ.Χ., μέσα στον ιερό αυτό ναό της του Θεού Σοφίας, πίσω ακριβώς από τα στασίδια του δεξιού χορού, μετά από τις προτροπές και τις ενέργειες του μακαριστού Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος του Β’.
Κατόπιν τέθηκε σε προσκύνηση, και στη συνέχεια τοποθετήθηκε μέσα στο ιερό Βήμα του ναού πίσω από την αγία Τράπεζα.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1994 μ. Χ. μεταφέρθηκε επισήμως και διαφυλάσσεται πλέον σαν πολύτιμο κειμήλιο μέσα σ’ αυτό το ιερό παρεκκλήσιο που φιλοτεχνήθηκε και αφιερώθηκε προς τιμή του».
Ο άγιος, λοιπόν, βρίσκεται, πάντα, εντός του καθεδρικού ναού της Θεσσαλονίκης, μέσα στην εκκλησία με το περίβλεπτο ψηφιδωτό της Αναλήψεως του Χριστού στον τρούλο και την Πλατυτέρα Υπεραγία Θεοτόκο στην κόγχη. Στον ίδιο χώρο όπου κηδεύτηκε και δεν έφυγε ποτέ, και πλέον αναπαύεται επαγρυπνώντας για την πόλη του στο δικό του παρεκκλήσι που βρίσκεται κοντά στην είσοδο της εκκλησίας.
Έτσι μοιάζει σαν να υποδέχεται με ιδιαίτερη αβρότητα και καλοσύνη τους προσκυνητές και τους επισκέπτες του ναού μέσα στην περικαλλή λάρνακά του.
Ομολογητής, (μάρτυρας, αφού κακοποιήθηκε για τις ιερές εικόνες), φαίνεται να είναι πάντα έτοιμος να προσφέρει ότι περνά από το χέρι του ως πρέσβης των Θεσσαλονικέων, αλλά και οποιουδήποτε άλλου καταφύγει στην χάρη του.
Ο Άγιος Βασίλειος Α’, ο Ομολογητής, δεν έφυγε, λοιπόν, ποτέ από το κέντρο και την καρδιά της μητρόπολης του και της Θεσσαλονίκης. Παραμένει στον πανέμορφο ναό της Της του Θεού Σοφίας και το παρεκκλήσιό του, εκεί που κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας τα μικρά παιδιά, όταν εκκλησιάζονται μαζί με τους γονείς τους, κάνουν τον δικό τους εκκλησιασμό, παίζοντας, γιατί νιώθουν άνετα λόγω των μικρών του διαστάσεων και φυσικά δεν παραλείπουν συχνά πυκνά να του προσφέρουν και τα πιο άδολα φιλιά.
Στην καρδιά πάντα της πόλης!
Η μνήμη του τιμάται την 1η Φεβρουαρίου.
Δημοσίευση: agiatheodora.gr